- Συρακούσιοι
- Συρᾱκούσιοι , Συρακούσιοςa Syracusanmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεμενίτης — Οικισμός κοντά στις αρχαίες Συρακούσες, προάστιο ουσιαστικά της αρχαίας πόλης, όπου βρισκόταν ο ναός του Τεμενίτη Απόλλωνα. Τον οικισμό αυτό οι Συρακούσιοι τον περιέλαβαν, με εισήγηση του στρατηγού Ερμοκράτη, στο τείχος της πόλης. Ο Τ.… … Dictionary of Greek
Ανκόνα — (Ancona). Πόλη (98.500 κάτ. το 2001) της ανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.940 τ. χλμ., 447.613 κάτ. το 2001), αλλά και της ευρύτερης περιφέρειας Μάρτσε, στο διαμέρισμα της Κεντρικής Ιταλίας. Είναι χτισμένη στον μυχό ενός… … Dictionary of Greek
Τιμολέων — Κορίνθιος πολιτικός και στρατιωτικός. Το 365 π.Χ., μαζί με μερικούς φίλους, σκότωσε τον αδελφό του Τιμοφάνη, όταν ο τελευταίος προσπάθησε να γίνει τύραννος της Κορίνθου. Η πράξη του εγκωμιάστηκε από κάποιους και καταδικάστηκε από άλλους. Ανάμεσα… … Dictionary of Greek
Σικανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συρακούσιος στρατηγός, που πήρε μέρος εναντίον των Αθηναίων στην εκστρατεία της Σικελίας. Αρχικά οι Συρακούσιοι τον είχαν στείλει με δεκαπέντε πλοία στον Ακράγαντα, όπου είχε γίνει στάση, για να επαναφέρει την πόλη… … Dictionary of Greek
ολβάχιον — ὀλβάχιον και ὀλβάχνιον και ὄλεχον, τό, και ὀλβακήϊα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πλεονάζουσι δὲ τὸ β Συρακούσιοι ὡς ἐπὶ τοῡ ὀλβάχνιον, ὀλάχνιον γάρ ἐστι τὸ ἀπαθὲς τὸ τὰς οὐλὰς ἔχον σημαίνει δὲ τὸ κανοῡν (κάνιστρον) ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς οὐλάς». [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
πεταλισμός — ὁ, Α [πεταλίζω] η καταδίκη σε εξορία ενός πολίτη στις Συρακούσες που αποφασιζόταν με ψηφοφορία, με την αναγραφή τού ονόματός του σε φύλλο ελιάς, αλλ. εκφυλλοφορία ή εκφυλλοφόρησις (α. «οἱ μὲν Ἀθηναῑοι... ὠνόμασαν ἀπὸ τοῡ συμβεβηκότος ὀστρακισμόν … Dictionary of Greek
πληρώ — όω, ΝΜΑ, και πληρώνω Ν [πλήρης] νεοελλ. μτφ. φέρνω σε πέρας, εκπληρώνω, ανταποκρίνομαι («το νέο κτήριο πληροί όλους τους όρους υγιεινής») νεοελλ. αρχ. καθιστώ κάτι πλήρες, γεμίζω κάτι εντελώς με κάτι άλλο μσν. μεγαλώνω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς με… … Dictionary of Greek
σικανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συρακούσιος στρατηγός, που πήρε μέρος εναντίον των Αθηναίων στην εκστρατεία της Σικελίας. Αρχικά οι Συρακούσιοι τον είχαν στείλει με δεκαπέντε πλοία στον Ακράγαντα, όπου είχε γίνει στάση, για να επαναφέρει την πόλη… … Dictionary of Greek
Αλκιβιάδης — I (Αθήνα 452 – Γρύνιο Φρυγίας 402 π.Χ.).Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Δισέγγονος του Κλεισθένη, ανιψιός του Περικλή (ο οποίος μάλιστα τον κηδεμόνευε αρκετά χρόνια, γιατί o πατέρας του Κλεινίας είχε σκοτωθεί στη μάχη της Κορώνειας το 447 π.Χ.) … Dictionary of Greek
Αμίλκας — Όνομα φοινικικής προέλευσης (Αμπντ Μελκράτ), κοινό στην αρχαία Καρχηδόνα, που σήμαινε βασιλιάς της πόλης. Οι σημαντικότερες ιστορικές προσωπικότητες με αυτό το όνομα ήταν: 1. Ο αρχηγός της εκστρατείας εναντίον της Σικελίας, το 480 π.Χ., τον οποίο … Dictionary of Greek